προσβλέπω — look at pres subj act 1st sg προσβλέπω look at pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέπω — προσβλέπω, προσέβλεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσβλέπω — ΝΜΑ κατευθύνω το βλέμμα μου προς κάποιον νεοελλ. 1. αποβλέπω 2. ελπίζω σε κάτι αρχ. βλέπω προς κάτι, παρατηρώ … Dictionary of Greek
προσβλέπετε — προσβλέπω look at pres imperat act 2nd pl προσβλέπω look at pres ind act 2nd pl προσβλέπω look at imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέπῃ — προσβλέπω look at pres subj mp 2nd sg προσβλέπω look at pres ind mp 2nd sg προσβλέπω look at pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλεπόντων — προσβλέπω look at pres part act masc/neut gen pl προσβλέπω look at pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέπει — προσβλέπω look at pres ind mp 2nd sg προσβλέπω look at pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέπομεν — προσβλέπω look at pres ind act 1st pl προσβλέπω look at imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέποντα — προσβλέπω look at pres part act neut nom/voc/acc pl προσβλέπω look at pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέποντι — προσβλέπω look at pres part act masc/neut dat sg προσβλέπω look at pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλέπουσι — προσβλέπω look at pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσβλέπω look at pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)